Όταν το κράτος χτίζει στρατόπεδα, διαλέγουμε στρατόπεδο.
Ή με το πολυεθνικό προλεταριάτο ή με τους στρατούς και τους φασίστες.
Μετά από πολλούς μήνες όπου η περιβόητη «προσφυγική κρίση» ήταν κατά βάση ένα τράνζιτ- πέρασμα από την ελληνική επικράτεια, η κατάσταση έχει μεταστραφεί ολοκληρωτικά. Το ελληνικό κράτος παριστάνοντας το «ζορισμένο» και το «κακόμοιρο» όρισε τον στρατό ως αποκλειστικό υπεύθυνο της διαχείρισης των μεταναστών/στριών και δημιούργησε έτσι ένα εκτενές δίκτυο καταυλισμών και στρατοπέδων συγκέντρωσης.
Κι όχι μόνο αυτό: φρόντισε και φροντίζει ώστε η προβαλλόμενη αδυναμία του να μην είναι τίποτα λιγότερο από την άλλη όψη μιας συνθήκης λαθραίας επιβίωσης για τους μετανάστες. Άφησε δηλαδή τις συνθήκες διαβίωσης ενός μεγάλου κομματιού της πολυεθνικής εργατικής τάξης στις ορέξεις των μπάτσων, του στρατού και των λοιπών υπεύθυνων μηχανισμών. Μετανάστες και μετανάστριες, εργάτες και εργάτριες ταξινομούνται έτσι κάπου ανάμεσα στα όρια της επιβίωσης και της δημόσιας τάξης κι εγκαταλείπονται κάπου ανάμεσα στις φιλανθρωπίες των ΜΚΟ και της ελληνικής μαφίας.
Και σκοπεύει να συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο: οι απελάσεις εξπρές στην Τουρκία –χωρίς καμιά εξέταση των αιτήσεων ασύλου όσων απελαύνονται- και οι προαναγγελθείσες επιχειρήσεις εκκένωσης της Ειδομένης ή του λιμανιού στον Πειραιά, θα είναι η νέα φάση της επιβολής του καθεστωτικού ανθρωπισμού αλα ελληνικά. Με άλλα λόγια; Τα σώματα και τα μυαλά των μεταναστών μπαίνουν αργά αλλά σταθερά ξανά υπό απαγόρευση –γιατί ο ελληνικός ανθρωπισμός έχει κι αυτός κάποια μορφή ποσόστωσης, όπως συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη.
Κάπως έτσι η ελληνική επικράτεια μετατρέπεται, από τον Πειραιά μέχρι την Ειδομένη, σε ένα μεγάλο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Κάποιοι χειροκροτούν τον στρατό, καθώς είναι ο μόνος που μπορεί και πρέπει να κάνει τη δουλειά σωστά. Σε μια εποχή γενικευμένης «αντιτρομοκρατίας», είναι κι αυτός ένας τρόπος κοινωνικής νομιμοποίησης των πλέον δολοφονικών, μιλιταριστικών μηχανισμών. Την ίδια στιγμή κάποιοι άλλοι ψάχνουν φράγκα και ευκαιρίες σε hot-spots, στρατόπεδα συγκέντρωσης ή την υπερεκμετάλλευση των βασικών αναγκών προσφύγων και μεταναστών: το περιβόητο ελληνικό δαιμόνιο, δηλαδή η κουλτούρα του πλιάτσικου πάνω στις ζωές των Άλλων, αντιλαμβάνεται σωστά την παρούσα συγκυρία.
Τι απομένει; Ρατσιστές και φασίστες, μισάνθρωποι και σκατόψυχοι, που κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα. Και καθώς απαγγέλουν τον εθνικό ύμνο, στην ουσία εννοούν τις σημαντικότερες, τρέχουσες εκφράσεις του: φράγκα, μιλιταρισμός και σκασμός -μπροστά στο έπος του ελληνικού ανθρωπισμού. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, είναι που επανακάμπτει ο ρατσισμός και όλες οι ιδεολογίες υποτίμησης προσφύγων και μεταναστών. Σ’ αυτές τις συνθήκες οι μετανάστες έχουν επιπλέον ν’ αντιμετωπίσουν την ευρωπαϊκή «αντιτρομοκρατία», από τις Βρυξέλλες μέχρι τη Χίο και την προκαταβολική καχυποψία των «πολιτισμένων». Συμπέρασμα; Πολλοί ντόπιοι εμφανίζονται σίγουροι πλέον πως οι «ξένοι» δεν είναι άξιοι του ελληνικού ανθρωπισμού καθώς δεν δέχονται να φυτοζωούν σε κοντέινερ ή πρόχειρους καταυλισμούς, μακριά από κάθε αστικό κέντρο για να μην «ερεθίζουν» τα ρατσιστικά αντανακλαστικά.
Αυτή είναι η πραγματικότητα σήμερα, όπως διαμορφώνεται εναντίον ενός μέρους της πολυεθνικής εργατικής τάξης. Μια συνθήκη ολότελα ζοφερή, η οποία περιβάλλεται πάντως από τη δημόσια προσοχή «για τους πρόσφυγες» -χωρίς βεβαια αυτούς, τις ανάγκες και τη φωνή τους.
Κι όμως: ενάντια στις δολοφονικές διαθέσεις της εθνικής τους ενότητας, οι μετανάστες και οι μετανάστριες, αντιμέτωποι με τις αδιαλλαξίες των κρατών και των κοινωνικών συμμαχιών τους, αρνούνται τη ζωή που τους επιφυλάσσουν. Οργανώνουν τους αγώνες τους ενάντια σε μια «αξιοπρέπεια» που σκοπεύει να τους επιβληθεί και μετριέται σε «προσωρινές δομές διαμονής» και λεπτά δημοσιότητας μιας μηντιακά κατασκευασμένης «δραματουργίας» -που βασικά προορίζεται για τις ανάγκες ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Μετανάστες εργάτες και πρόσφυγες πολέμου στέκονται απέναντι στους κοινούς μας εχθρούς: σε όλον τον εκείνο τον εσμό θεσμών και μηχανισμών που σκοπεύει να τους επιβληθεί –πάντα για το «καλό» τους, για το «καλό» μας. Και στα πρόσωπα, στις σχέσεις που αναπτύσσουν, στους αγώνες τους, βλέπουμε όλη την άγρια ομορφιά ενός κόσμου που συγκροτείται ενάντια σε μια συνθήκη ολοκληρωτισμού. Βλέπουμε την άγρια ομορφιά μιας πολυεθνικής εργατικής τάξης που ψάχνει ακόμα το πείσμα, το δίκιο και τη φωνή της· και γι’ αυτό βρίσκεται σταθερά στο στόχαστρο κρατών, αφεντικών και των κοινωνικών συμμαχιών τους…