Στις 9 Αυγούστου ένας 18χρονος άοπλος αφροαμερικάνος δολοφονείται από λευκό μπάτσο ο οποίος τον πυροβολεί εν ψυχρώ 7 με 8 φορές στη μικρή πόλη Ferguson, της πολιτείας Missouri των ΗΠΑ. Η δολοφονία αυτή σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί κάτι πρωτόγνωρο για την αμερικάνικη κοινωνία. Αντίθετα, είναι μία μόνο από τις χιλιάδες δολοφονίες από μπάτσους κυρίως ατόμων που ανήκουν σε μειονότητες. Η βαρβαρότητα του αστυνομοκρατούμενου αμερικάνικου κράτους είναι μία από τις πιο εξόφθαλμες εκείνες όψεις της επιθετικότητας του αμερικανικού καπιταλισμού ενάντια στις πιο υποτιμημένες κοινωνικές ομάδες. Για να μπορέσουμε όμως να στηρίξουμε αυτή μας την άποψη και για να βγάλουμε κάποια χρήσιμα κινηματικά συμπεράσματα θα πρέπει πρώτα να επιχειρήσουμε να φωτίσουμε από ταξική σκοπιά –έστω και αν γνωρίζουμε ότι θα τα κάνουμε ανεπαρκώς- κάποια κομβικά στοιχεία της σύνθετης αμερικάνικης κοινωνικής πραγματικότητας.
Η κρίση και η «απάντηση» των αφεντικών
Το 2007, το φάντασμα της κρίσης του 70 κάνει πάλι την εμφάνιση του στις ΗΠΑ και γρήγορα ξεσπάει παγκοσμίως μία νέα παγκόσμια καπιταλιστική κρίση. Τα αφεντικά όλου του πλανήτη μέσα σε αυτές τις εύθραυστες ισορροπίες πασχίζουν να σώσουν την κερδοφορία τους και να πλασαριστούν σε καλύτερη θέση σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους . Ζητούμενο η εύρεση της διεξόδου που ακούει στο πολυδιαφημισμένο όνομα της λεγόμενης «ανάπτυξης». Η καπιταλιστική ανάπτυξη/ανάκαμψη όμως που επιχειρείται από τους αστούς δεν αφορά σε μία τεχνική λύση σε κάποιο τεχνικό πρόβλημα. Αντιθέτως αφορά σε πολιτικές τακτικές και στρατηγικές των αφεντικών τόσο κόντρα σε άλλα αφεντικά όσο και κόντρα στην εργατική τάξη. Είναι μία διαδικασία που αναδιαρθρώνει τον ίδιο τον καπιταλισμό και περνάει μέσα από την καταστροφή (με την κυριολεκτική έννοια του όρου). Μία διαδικασία ακραίας υποτίμησης της εργατικής τάξης. Εκτός συνόρων η όξυνση των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών τείνει να παίρνει τη μορφή μίας πιο βίαιης προσπάθειας για μοίρασμα ξανά της παγκόσμιας πίτας. Οι πολεμικές μηχανές των αστικών κρατών με πρωταγωνιστή το αμερικάνικο κράτος επενδύουν στην καπιταλιστικά αναζωογονητική καταστροφή υλικών πόρων και ανθρώπινων ζωών και στις νέες ευκαιρίες για business που ανοίγονται.
Η άλλη όψη όμως της «απάντησης» των αφεντικών στην κρίση είναι ένα άλλο είδος πολέμου. Πρόκειται για έναν πόλεμο λιγότερο γνωστό ο οποίος δεν αφορά στο εξωτερικό αλλά κοιτάζει στο εσωτερικό της χώρας. Στις ΗΠΑ αυτή η πολεμική διαχείριση του ντόπιου πληθυσμού δεν υστερείται σε σχέση με τα άλλα πολεμικά μέτωπα ούτε σε νεκρούς και τραυματίες, ούτε σε ξεσπιτωμένους αλλά ούτε και σε «αιχμαλώτους» πολέμου όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω. Συγκεκριμένα, ο πληθυσμός της χώρας αριθμεί περίπου τα 320 εκατομμύρια. Η καθημερινότητα για το μεγαλύτερο κομμάτι του ντόπιου προλεταριάτου έχει τόση σχέση με το αμερικάνικο όνειρο όση έχει και το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού προλεταριάτου. Καμία δηλαδή αν εξαιρέσεις τις χολιγουντιανές ταινίες και τα μιντιακά show. Η επίσημη ανεργία είναι 6.5% ενώ η πραγματική υπολογίζεται στο διπλάσιο. Ο βασικός μισθός βρίσκεται καθηλωμένος 40 χρόνια πριν. Οι ανασφάλιστοι και αποκλεισμένοι από την όποια πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας αγγίζουν τα 50 εκατομμύρια. Ένας στους 500 κατοίκους είναι άστεγος ενώ την ανάγκη για στέγαση φαίνεται να αναπληρώνουν με επιτυχία οι εκατοντάδες εγκαταστάσεις από τοπικές και ομοσπονδιακές, δημόσιες και ιδιωτικές φυλακές που κρατούν έγκλειστους 2,5 εκατομμύρια ανθρώπους. Τέλος, οι ψυχολογικές διαταραχές σε αυτές τις συνθήκες κοινωνικής ζούγκλας έχουν εκτοξευθεί σε πρωτόγνωρα επίπεδα.
Νεοφιλελευθερισμός – από το κράτος πρόνοιας των παροχών στο κράτος της ασφάλειας της μηδενικής ανοχής.
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό και μάλιστα στην πιο πλούσια χώρα του κόσμου και όχι σε μία χώρα κάπου στην Αφρική ή την Ασία όπως κάποιοι θα περίμεναν; Όπως είπαμε και πριν διότι από τη μία μαίνεται μία παγκόσμια κρίση που οξύνει τη βαρβαρότητα της επίθεσης των αφεντικών καθώς αυτά δε φαίνονται διατεθειμένα να κάνουν ούτε μισό βήμα πίσω προκειμένου να εξασφαλίσουν την κερδοφορία τους. Από την άλλη γιατί μετά και τις νίκες των αστών στα τέλη της δεκαετίας του 70 κόντρα στα άλλοτε ισχυρά ταξικά/κοινωνικά κινήματα δε φαίνεται να υπάρχει τίποτα ούτε ποσοτικά ούτε ποιοτικά επαρκώς οργανωμένο να σταθεί απέναντί τους ώστε να ανακόψει ή έστω να μετριάσει την καθολική αντεπίθεση των αφεντικών. Είναι αυτή η ήττα των κινημάτων συνολικά που θα επιτρέψει και θα δώσει το έναυσμα στους αστούς για μία ριζική αναδιάρθρωση του καπιταλισμού. Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο διακυβέρνησης της «ελευθερίας των αγορών» θα σαρώσει κάθε παραδοσιακά εγγυημένο δικαίωμα του παλιού κράτους πρόνοιας. Από τους μισθούς (εικόνα 1) και τις εργασιακές συνθήκες, τα προνοιακά επιδόματα, την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας και τις συντάξεις τίποτα δε θα μείνει έξω από το στόχαστρο των αφεντικών.
Το παραπάνω γεγονός όμως δε μπορεί παρά να δημιουργεί ένα ουσιώδες πολιτικό ζήτημα/πρόβλημα για τα αφεντικά. Αυτό έχει να κάνει με το κενό που δημιουργείται από την απόσυρση του κοινωνικού κράτους και την πιθανή πολιτική αστάθεια του συστήματος που κάτι τέτοιο μπορεί να προκαλέσει. Καθώς το κράτος απαλλάσσει τον εαυτό του από τις υποχρεώσεις του προς το κοινωνικό σύνολο και διαρρηγνύει το λεγόμενο κοινωνικό συμβόλαιο/συμβιβασμό ανάμεσα σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους κινδυνεύει να χάσει μαζί και τη νομιμοποίησή του στις συνειδήσεις των μαζών του προλεταριάτου που η ζωή τους τείνει να γίνεται αβέβαιη ή ακόμα και αβίωτη. Το κενό σταθερότητας της εξουσίας που επιφέρει η συρρίκνωση της κρατικής μεσολάβησης μέσω παροχών επιχειρεί να καλύψει ο μετασχηματισμός του αστικού κράτους σε αστυνομοκρατούμενο κράτος της ασφάλειας. Τα εκατομμύρια των προλετάριων που οδηγούνται στο κοινωνικό περιθώριο και για τα οποία το κράτος δεν είναι διατεθειμένο να παρέχει τα ούτε απολύτως αναγκαία για την αναπαραγωγή τους θα πρέπει να κρατούνται πειθαρχημένα υπό το φόβο της κρατικής καταστολής. Ο νεοφιλελευθερισμός δηλαδή ποντάρει την ευημερία του στο μοντέλο της «μηδενικής ανοχής» το οποίο στις ΗΠΑ αποτελεί εδώ και χρόνια κανονικότητα συρρικνώνοντας ασφυκτικά τα περιθώρια απόκλισης από το συστημικά αποδεκτό .
Ο κοινωνικός αυτοματισμός αποτελεί το απαραίτητο συμπλήρωμα για την εφαρμογή του δόγματος «νόμος και τάξη». Πλάι στο εξατομικευμένο/απομονωμένο εργάτη που φέρει ο ίδιος τις ευθύνες του για τα «προσωπικά» του προβλήματα υποδεικνύεται σταθερά ο διπλανός του και άλλες κοινωνικές ομάδες ως επικίνδυνοι/εχθροί της ατομικής του ευημερίας. Ειδικότερα, το κράτος της ασφάλειας δεν αρκείται στο να επενδύει στο στιγματισμό κάποιων φιγούρων όπως αυτή των μουσουλμανικών πληθυσμών ως άτομα με ακραία και επικίνδυνη συμπεριφορά (αν και κάτι τέτοιο είναι ιδιαίτερα επικερδές για τις δουλειές εκτός συνόρων). Δεν αρκείται ούτε σε «τρομονόμους» που νομιμοποιούν την ανομία του ίδιου του κράτους. Κάνει κάτι πολύ παραπάνω. Εγκληματοποιεί συστηματικά τη φτώχεια επενδύοντας και προωθώντας τον εκφασισμό της κοινωνίας και των θεσμών παρουσιάζοντας τα υποκείμενα που πετιούνται στο περιθώριο ως παρασιτικά/περισσευούμενα ή ακόμα και ως εν δυνάμει επικίνδυνα και εγκληματικά αποκρύπτοντας τις καπιταλιστικές αιτίες της φτώχειας: ο ένας εργάτης παρουσιάζεται στον άλλο ως αιτία για την ανεργία, ο ανασφάλιστος παρουσιάζεται ως ζημιογόνο στοιχείο που αν αποκτήσει πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας βαραίνει όσους έχουν ασφάλιση κ.ο.κ.. Ιδιαίτερο αλλά και ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί το αμερικάνικο σωφρονιστικό σύστημα. Ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων που αδυνατεί να βρει κάποια άλλη διέξοδο ωθείται/οδηγείται με αυτό τον τρόπο σταθερά στη μικροπαραβατικότητα ή ακόμα και στο οργανωμένο έγκλημα. Το σωφρονιστικό σύστημα έπειτα αναλαμβάνει να διαχειριστεί τους παραβάτες που απειλούν την ασφάλεια του κοινωνικού σώματος. Το κράτος αυτοπαρουσιάζεται έτσι ως προστάτης της κοινωνίας υπό τον τρόμο μιας ανεξέλεγκτης εγκληματικότητας που μόνο η νομιμοποιημένη βία του μπορεί να περιορίσει. Αν επιπλέον λάβουμε υπόψη την επιλογή του αμερικάνικου συστήματος δικαιοσύνης να διώκει αυστηρά ακόμα και τους απλούς χρήστες ναρκωτικών ουσιών όπως η μαριχουάνα εκτοξεύοντας δραματικά στα ύψη τον πληθυσμό που χρίζει «σωφρονισμού» μπορούμε να αρχίσουμε να αποκτούμε μία ιδέα για αυτόν τον εκ πρώτης όψεως φαύλο αλλά καπιταλιστικά ιδιαίτερα ευεργετικό κύκλο.
Ο σύγχρονος ολοκληρωτισμός – το αστυνομοκρατούμενο κράτος του «νόμος και τάξη»
Είναι αυτή ακριβώς η διαδικασία μετασχηματισμού της κοινωνίας συνολικά που εξελίσσεται εδώ και δεκαετίες και η οποία έχει σήμερα στρώσει το δρόμο για τα γεγονότα που ενώ βγήκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα στη χώρα μας μετά τη δολοφονία του Mike Brown δεν αποτελούν καθόλου μία παραφωνία στην αμερικάνικη κανονικότητα. Για την ακρίβεια είναι η ίδια η κανονικότητα η οποία περιλαμβάνει εκατοντάδες δολοφονίες από μπάτσους κάθε χρόνο στην επικράτεια της χώρας. Είναι το αστυνομοκρατούμενο μοντέλο διακυβέρνησης που δεν κάνει απλά τα στραβά μάτια μπροστά σε κάποια αυθαιρεσία υπερβολικής αστυνομικής βίας. Αντίθετα, τη θεσμοθετεί και τη στηρίζει με αυστηρότατους νόμους διαμορφώνοντας το αναγκαίο καθεστώς ατιμωρησίας προκειμένου οι μπάτσοι να εκτελούν απρόσκοπτα τη δουλειά τους ώστε να κρατιούνται γερά τα ταξικά χαλινάρια. Είναι το μοντέλο «μηδενικής ανοχής» στο επίκεντρο του οποίο δε βρίσκεται μία απλή λογική αντιστοιχίας μεγέθους παραπτώματος και ποινής. Πρόκειται για την απαίτηση του συστήματος για άμεση υποταγή του απείθαρχου σώματος στην απόλυτη δικαιοδοσία και εξουσία του μπάτσου. Αρκεί να αναφέρουμε ότι πολλές από αυτές τις δολοφονίες δεν ανταποκρίνονται σε κανένα φοβερά αστικά κολάσιμο έγκλημα αλλά τελούνται με αφορμή και αιτία ακόμα και την παραμικρή απείθεια στις προσταγές των σωμάτων ασφαλείας. Από άρνηση να επιδείξεις την ταυτότητά σου, από το να διαμαρτυρηθείς ή να προβάλεις αντίσταση στην αναίτια παρενόχληση ή προσαγωγή. Διαφωτιστικές είναι άλλωστε και οι πολλές περιπτώσεις δολοφονίας ακόμη και αστέγων και ανθρώπων με ψυχικές ασθένειες. Είναι η αστυνομία που μετατρέπεται σε στρατό και ο στρατός που κοιτάει όλο και περισσότερο εντός των συνόρων. Είναι το κράτος του «νόμος και τάξη» που επικαλείται και επιβάλει με ευκολία καθεστώς «έκτακτης ανάγκης» για την επιβολή του υπέρτατου αγαθού της «Ασφάλειας» με τα τεθωρακισμένα του να παρελαύνουν στους δρόμους της μικρής πόλης του Ferguson, με την πάνοπλη εθνοφρουρά και τους μπάτσους στρατιωτικά εξοπλισμένους σε ένα σκηνικό που θυμίζει περισσότερο είσοδο των αμερικάνικων στρατιωτικών δυνάμεων σε κάποια ιρακινή πόλη (εικόνα 3). Είναι η εκπαίδευση των υπηκόων στην μπατσοκρατία και την κρατική βία. Είναι η βία που γίνεται ταυτόχρονα το μέσο και το μήνυμα για το τι έχει να αντιμετωπίσει όποιος διανοηθεί να ορθώσει το ανάστημά του απέναντι σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα.
Οι μετα-ρατσιστικές ΗΠΑ
Το κίνημα που έχει ξεσπάσει μετά και την απόφαση του δικαστηρίου να μην παραπεμφθεί ο δολοφόνος του Brown σε δίκη και σε συνδυασμό με άλλες παρόμοιες περιπτώσεις που βγαίνουν και θα βγαίνουν συνέχεια στο προσκήνιο –καθώς όλο αυτό το διάστημα οι μπάτσοι δεν πρόκειται προφανώς να σταματήσουν να δολοφονούν- αποτελεί ένα ελπιδοφόρο μήνυμα από την αμερικάνικη καπιταλιστική μητρόπολη. Οι αγώνες των μαύρων στο παρελθόν μπόρεσαν να ανοίξουν ένα πλούτο περιεχομένων για ένα πλατύ εύρος ζητημάτων. Οι σκληρές μάχες που δόθηκαν αν και μπόρεσαν να καταργήσουν τις εξόφθαλμες, θεσμικές διακρίσεις σε χώρους όπως για παράδειγμα οι δημόσιες υπηρεσίες, τα σχολεία και τα λεωφορεία ο κοινωνικός ρατσισμός ποτέ δεν εξαφανίστηκε. Αντίθετα, είναι επιθετικότατος και αποτελεί καθημερινότητα σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις.
Ζώντας την αμερικάνικη πραγματικότητα στο πετσί τους πάρα πολλοί αφροαμερικάνοι γνώριζαν ήδη πολύ καλά –έστω και βιωματικά- ότι κανένας μπάτσος δολοφόνος μαύρου δεν επρόκειτο να παραπεμφθεί καν σε δίκη. Πόσο μάλιστα να καταδικαστεί για φόνο. Γιατί ταυτόχρονα γνωρίζουν ότι είναι αυτοί που κάνουν τις περισσότερες σκατοδουλειές και τις χειρότερα αμειβόμενες. Γιατί γνωρίζουν ότι είναι αυτοί που βρίσκουν τελευταίοι δουλειά τις «καλές» μέρες και οι πρώτοι που τη χάνουν στην κρίση (τα ποσοστά ανεργίας είναι διπλά από τα αντίστοιχα του λευκού πληθυσμού, εικόνα 4). Γιατί είναι οι πρώτοι που αδυνατούν να σπουδάσουν και να αποκτήσουν πρόσβαση στο σύστημα υγείας. Γιατί είναι αυτοί που οδηγούνται/στρέφονται στην «παραβατικότητα» για να επιβιώσουν και έπειτα παρουσιάζονται στο σύνολό τους ως κατεξοχήν γενετικά εγκληματίες. Γιατί είναι αυτοί που όλα τα παραπάνω συνομολογούν στο ότι η ζωή τους αξίζει πολύ λιγότερο από τη ζωή του αντίστοιχου λευκού. Η αστυνομική βία είναι η πιο βάρβαρη ίσως όψη του κοινωνικού ρατσισμού που υπόκεινται καθημερινά.
Το αναδυόμενο κίνημα και το ταξικό στοίχημα
Σήμερα, το στοίχημα του αγώνα που βρίσκεται σε εξέλιξη είναι διπλό. Από τη μία πρέπει να παλέψει σκληρά για να καταφέρει να υπερασπιστεί και να εξασφαλίσει την αυτονομία του. Η μαύρη μικρομεσαία αστική τάξη που διαμορφώθηκε σταδιακά τα προηγούμενα χρόνια και απέκτησε τα δικά της συμφέροντα αν και πλήττεται σημαντικά από την κρίση διαθέτει στις γραμμές της μία σειρά από καλοθελητές εκπροσώπους της μαύρης κοινότητας. Πρόθυμοι να ηγηθούν της προσπάθειας να επαναφέρουν πίσω στην τάξη του νόμου όσους το «παρατραβάνε» μην έχοντας πίστη στη δικαιοσύνη αυτού του κράτους, αποτελούν το στήριγμα της αμερικάνικης εξουσίας για την επαναφορά του «παραστρατημένου» μαύρου προλεταριάτου στην κανονικότητα της υποταγής. Στη μεσολάβηση αυτών ποντάρει και σε αυτούς άλλωστε αναφερόταν ο μαύρος αμερικάνος πρόεδρος όταν έλεγε ότι πρέπει να βρούμε τους τρόπους ώστε να βοηθήσουμε την κοινότητα να επανακτήσει και να ισχυροποιήσει τους δεσμούς της με το σύστημα δικαιοσύνης και το αστυνομικό σώμα. Από την άλλη μένει ακόμα να δούμε την εξέλιξη αυτού του κινήματος και τα χαρακτηριστικά που θα πάρει. Ο αγώνας των μαύρων στις ΗΠΑ έχει τις ρίζες του στην ακραία υποτίμηση της εργατικής τάξης. Η κοινότητα των μαύρων αμερικάνων εργατών αποτελεί το πιο υποτιμημένο κομμάτι της και ο αμερικάνικος καπιταλισμός είναι ίσως ο πιο έμπειρος στον κόσμο στη συστηματική καλλιέργεια και χρήση του ρατσισμού στον πόλεμο της κυριαρχίας των αφεντικών ενάντια στο παγκόσμιο προλεταριάτο. Διαχρονικά οι μαύρες υποκουλτούρες έχουν παράξει πλούτο για την τάξη και έχουν συμβάλλει ουσιαστικά στο να δοθούν κινηματικά ισχυροί κοινωνικοί/ταξικοί αγώνες. Η έμπρακτη στήριξη και αλληλεγγύη στον αγώνα αυτό σήμερα μπορεί να διαμορφώσει αύριο ένα κίνημα που θα μπορέσει να στήσει κόντρες για ολόκληρη την τάξη.